- επιβραβεύω
- επιβραβεύω, επιβράβευσα βλ. πίν. 19
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επιβραβεύω — (Μ ἐπιβραβεύω) επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου μσν. δίνω ως βραβείο … Dictionary of Greek
επιβραβεύω — επιβράβευσα, επιβραβεύτηκα, επιβραβευμένος, μτβ., βραβεύω για κάτι, αναγνωρίζω έμπρακτα με υλική ή ηθική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιβράβευση — η [επιβραβεύω] έμπρακτη αναγνώριση καλής πράξης ή αρετής … Dictionary of Greek
στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… … Dictionary of Greek